- εξαμφοτερίζω
- ἐξαμφοτερίζω (Α) [αμφοτερίζω]κάνω κάτι αμφίβολο ή διφορούμενο («ὁ ἀδελφός σου ἐξημφοτέρικε τὸν λόγον καὶ ἥττηται» — κατέστησε τον λόγο αμφίβολο, επαμφοτερίζοντα, Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαμφοτερίσαι — ἐξαμφοτερίζω make ambiguous aor inf act ἐξαμφοτερίσαῑ , ἐξαμφοτερίζω make ambiguous aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμφοτερίσας — ἐξαμφοτερίσᾱς , ἐξαμφοτερίζω make ambiguous aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)